Γράφει η Άννα Νότη

Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 στο Βουλιαράτι ή Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου.
Στα επτά του χρόνια, και μετά την πτώση του καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα στην Αλβανία το 1990, εγκαταστάθηκε με τους γονείς του Ιωάννη και Βασιλική Κατσίφα και τις τρεις αδελφές του στην Αθήνα.
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε σε σχετικά μικρή ηλικία και ήταν πατέρας ενός κοριτσιού.

Άτομο με ιδιαίτερη πίστη και σεβασμό στα Θεία, προγραμμάτιζε να ταξιδέψει το επόμενο διάστημα στο Άγιον Όρος. Τελευταίο του όνειρο και μεγάλη επιθυμία του ήταν να χτιστεί στο χωριό του μια μεγάλη εκκλησία.
Στο εργαστήριό του στους Βουλιαράτες, στο «στρατηγείο» του όπως το αποκαλούσε, κατασκεύαζε τις βάσεις και τα κοντάρια των σημαιών, και εκεί έγραψε στην τεράστια σημαία του, με την οποία πρωτοστάτησε με άλλους συμπατριώτες του κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών στα τελευταία μεγάλα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ – Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ».

Ο Κωνσταντίνος μεγάλωσε ως περήφανος Βορειοηπειρώτης. Η αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη σκλαβωμένη Βόρειο Ήπειρο, την μάνα Ελλάδα, τη σημαία της πατρίδας του και την πίστη του ήταν τεράστια. «Με το αίμα μου να γράψετε Ελλάδα σε αγαπώ», «ΕΛΛΑΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» έγραφε με πάθος.
Τα τελευταία πέντε χρόνια επέστρεψε στα πατρογονικά εδάφη και έδινε αγώνα να εμψυχώσει τους λίγους μόνιμους συμπατριώτες του που απέμειναν να φυλάττουν τις Θερμοπύλες, και να τονώσει το εθνικό και το θρησκευτικό συναίσθημά τους. «Λέω στους αδελφούς μου βορειοηπειρώτες, λίγη καρδιά, λίγο τσαγανό, υπερήφανο εθνικό φρόνημα και λίγη θέληση ζητώ». «Η ζωή κάτω από το ζυγό της τυραννίας δεν έχει νόημα και αξία».

Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η Βόρειος Ήπειρος, που άντεξε επί εκατοντάδες χρόνια τους χειρότερους διωγμούς, τις γενοκτονίες, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις απαγορεύσεις της θρησκευτικής, γλωσσικής και εθνικής της ταυτότητας, απειλούνταν με αφανισμό.

Δεν δίσταζε να μιλά ευθέως και μεγαλοφώνως για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Βορειοηπειρωτών. Να μιλά για τον Τόπο μας, την Ψυχή, την Φυλή, τις Παραδόσεις μας, τις μνήμες των προγόνων μας και των θυσιών τους, για την Ελλάδα την Πατρίδα του Φωτός και των Ηρώων όπου η σκλαβιά δεν ευδοκιμεί.

Ο Κωνσταντίνος ενοχλούσε, ήταν επικίνδυνος για το βρώμικο καθεστώς της Αλβανίας και η παρουσία του ήταν εμπόδιο στα σχέδιά τους για την πλήρη διάλυση του ελληνισμού στη Βόρειο Ήπειρο. Οι προκλήσεις και οι απειλές αμέτρητες, θέλοντας να τον υποχρεώσουν είτε να σιγήσει, είτε να φύγει, είτε να τον εξοντώσουν, και έψαχναν την παραμικρή αφορμή για να ενεργοποιήσουν το σχέδιο εκτέλεσής του.

Κάθε χρόνο στις Εθνικές επετείους με δικά του χρήματα σημαιοστόλιζε, μαζί με φίλους του, το χωριό, από την πλατεία έως το Στρατιωτικό Κοιμητήριο Ηρώων όπου αναπαύονται οι Ήρωες του 1940 που έπεσαν στο μέτωπο.

Και ύψωνε νόμιμα την ελληνική σημαία, επειδή οι ΓΗΓΕΝΕΙΣ Έλληνες της Βορείου Ηπείρου αποτελούν εθνική κοινότητα, και όχι εθνική μειονότητα, διεθνώς αναγνωρισμένη, και έχουν απόλυτο δικαίωμα να τιμούν τις εθνικές επετείους και τα εθνικά σύμβολα.

Την εβδομάδα πριν την 28η Οκτωβρίου 2018, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας είχε προσαχθεί τρεις φορές στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, εικάζεται για συστάσεις σχετικά με τον σημαιοστολισμό του χωριού του, ενώ την προηγούμενη της δολοφονίας του είχε κακοποιηθεί επί πέντε ώρες από Αλβανούς αστυνομικούς, πράκτορες και κοσοβάρους, οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν ανηλεώς χρησιμοποιώντας ειδικές τεχνικές για να μην είναι εμφανή τα χτυπήματα.

Βαρειά χτυπημένος προσπάθησε να κρύψει από τη μητέρα του το συμβάν, το τελευταίο βράδυ της ζωής του, αισθανόμενος αυτό που έρχεται. «Όλο το βράδυ κοιτούσε ανατολικά προς την Ελλάδα, με θλιμμένο ύφος», είπε η μητέρα του, που δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. «Μάνα έτσι περαστικοί θα περάσουμε από τη ζωή;» της είπε κάποτε.

Ανήμερα της Εθνικής Εορτής, ο Κωνσταντίνος πριν φύγει από το σπίτι κοίταξε τη μητέρα του στα μάτια, της φόρεσε τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στον λαιμό του, τη φίλησε και της είπε: «Μάνα μου, να κρατήσεις γερά. Δεν σε φοβάμαι γιατί είσαι Ηπειρώτισσα. Θα αντέξεις εσύ». Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπε στη γυναίκα που τον έφερε στη ζωή.

Ξημερώματα ο Κωνσταντίνος ζωγράφιζε στον τοίχο του σχολείου του χωριού την ελληνική σημαία προκειμένου να τιμήσει τους Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονται θαμμένοι στο Στρατιωτικό Κοιμητήριο του χωριού -πεσόντες κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-1941.

Στις 10:00 το πρωΐ, στο καφενείο του χωριού Αλβανοί αστυνομικοί τον προκάλεσαν ενημερώνοντάς τον ότι σκόπευαν να προβούν στο κατέβασμα σημαιών, και απειλώντας τον με το υπηρεσιακό τους όπλο.

Αρνούμενος να δεχτεί το γεγονός έφυγε από το σημείο και επέστρεψε οπλισμένος στην πλατεία όπου και πυροβόλησε στον αέρα. Οι Αλβανοί αστυνομικοί ανταποκρίθηκαν βάλλοντας εναντίον του. Αν και διέθετε την κατάλληλη εκπαίδευση και είχε την ευκαιρία δεν έριξε κατά των Αλβανών. Με το όπλο στα χέρια διέφυγε στις πλαγιές του Κόζιακα αποφεύγοντας την συμπλοκή.

Ανηφόρισε στο βουνό, όχι από το μονοπάτι που είναι πάνω από το σπίτι του, αλλά από την κάτω μεριά από το δρόμο που ακολουθούσε συχνά τις νύχτες για να ανέβει στη Βυζαντινή μονή Δρυάνου Κοιμήσεως Θεοτόκου και να προσευχηθεί. Θα μπορούσε να προχωρήσει και να περάσει τα σύνορα προς Ελλάδα, όμως δεν το έκανε. Δεν ήταν ρίψασπις. Ηταν αποφασισμένος.

Ο Κωνσταντίνος σαν έτοιμος από καιρό αναζητούσε τον θάνατο, τον ένδοξο θάνατο. Στις συμβουλές των φίλων να προσέχει η απάντηση ήταν: «Ας τολμήσουν να έρθουν!» «Εγώ να πέσω στα χέρια τους, εγώ;;; Μόνο νεκρός στα δικά τους χέρια, μόνο νεκρός!».

Λίγο πριν εμφανιστούν οι εκτελεστές του, αδειάζει το όπλο του πάνω στη γη. Για να ξεσπάσει; Για να τους δείξει ότι δεν τους φοβόταν; Ότι ήταν εκεί άοπλος και τους περίμενε;

Ενώ στο χωριό βρισκόταν σε εξέλιξη η τελετή Μνήμης προς Τιμήν των Ελλήνων Πεσόντων κατά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο (1940-1941), παρουσία εκπροσώπων της Ελληνικής Κυβέρνησης που αδιαφόρησαν, ο Κωνσταντίνος Κατσίφας ΕΚΤΕΛΕΙΤΑΙ με δύο σφαίρες στην καρδιά από τις ειδικές δυνάμεις RENEA της Αλβανικής Αστυνομίας.

Εκεί στη μέση του βουνού, στη γυμνή πλαγιά του Κόζιακα, ο Κωνσταντίνος πεθαίνει όρθιος. Και μόνος. Όπως αρμόζει σε έναν ΗΡΩΑ. Στην αγαπημένη του γη, στον τόπο που λάτρεψε, έχοντας ως τελευταία εικόνα τα βουνά της πατρίδας…

Έφυγε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, που θα στοιχειώνει δολοφόνους και ηθικούς αυτουργούς για πάντα. Χαμογελώντας, σαν να τους έλεγε: Δεν θα φύγω ποτέ…Πάντα θα είμαι εδώ…στον τόπο μου… που σύντομα θα ΄ναι ελεύθερος, όπως ήμουν εγώ…

Τελευταίες του λέξεις: «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ!».

Επί 11 ημέρες η σορός δεν δίδεται στην οικογένειά του για να ταφεί. Από την ημέρα της εκτέλεσης επιχειρήθηκε μια αήθης προσπάθεια σε Αλβανία και Ελλάδα, δολοφονίας του χαρακτήρα του, αμαύρωσης της τιμής και της υπόληψής του. Άνανδροι, μηδαμινοί κι ασήμαντοι, ανδρείκελα που προσπάθησαν να σπιλώσουν τη μνήμη του.

Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας, δεν δολοφονήθηκε μόνο από τους Αλβανούς, αλλά και από την πατρίδα για την οποία έδωσε τη ζωή του. Η Ελληνική ηγεσία ποτέ δεν αντέκρουσε τις προσβολές, υβριστές του Έθνους και της Ελληνικής Ιστορίας προσέβαλλαν επαίσχυντα τη μνήμη του. Εξάλλου υπερασπιζόταν τα δίκαια του Ελληνισμού της Βόρειας Ηπείρου. Και η Βόρειος Ήπειρος ήταν πάντα ένα «πρόβλημα» που το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήθελε και θέλει να ξεχάσει.

Το μόνο που κατάφεραν όλοι τους ήταν να κάνουν τη μορφή του αιώνια, ανεξίτηλη και ακατάλυτη στη μνήμη και τις καρδιές των Ελλήνων.

Ο θάνατός του αλλά και το χαμόγελό του και η ήρεμη και γαλήνια έκφραση του νεκρού προσώπου του, τα οποία διατηρήθηκαν μέχρι την ημέρα της ταφής του, συγκλόνισαν το Πανελλήνιο.

Ανήμερα της εορτής των Αρχαγγέλων, στις 8 Νοεμβρίου, χιλιάδες Έλληνες συνέρρευσαν από όλα τα χωριά της Βόρειας Ηπείρου και από πολλές περιοχές της Ελλάδας για το ύστατο χαίρε, κρατώντας ελληνικές σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα, συμμετέχοντας στον θρήνο και το πένθος της οικογένειας. Οι γονείς, η Βασιλεία και ο Γιάννης, σαν μορφές από αρχαία τραγωδία, αποχαιρετούσαν για πάντα το παιδί τους …
Στη θέα του νεκρού Κωνσταντίνου χιλιάδες Έλληνες, παρόντες και απόντες, προσκυνούν και δίνουν όρκο να μη λησμονήσουν. Πρωτόγνωρα συναισθήματα πλημμύρισαν τις ψυχές των Ελλήνων που ένοιωσαν την ελπίδα να ανασταίνεται και να θεριεύει μέσα τους.

Η γη του Πύρρου σείστηκε από τον Εθνικό Ύμνο που αντιλάλησε στην Περήφανη Βόρειο Ήπειρο.
Ράγισαν οι πέτρες στο άκουσμα του μοιρολογιού από τον τραγουδιστή Σάββα Σιάτρα «…κρατάει η μάνα το κερί κι ο γιός ψυχομαχάει, Κωσταντή…».

Και η τεράστια «επικηρυγμένη» από τους Αλβανούς σημαία, η σημαία για την Μακεδονία που τόσο πολύ αγάπησε, ήταν εκεί να τον συνοδεύει μέχρι το τέλος, και ν’ αγκαλιάζει όλους τους Έλληνες. Και μανιασμένα οι δολοφόνοι του να την αναζητάνε, γιατί με τον θάνατό του έγινε πλέον το ιερό σύμβολο του αγώνα των Βορειοηπειρωτών για την ελευθερία τους.

Τάφηκε ντυμένος στρατιώτης, όπως ήταν πάντα, και με την Ελληνική σημαία να τον αγκαλιάζει, στη γη των Βουλιαράτων, στο χωριό που γεννήθηκε, ανδρώθηκε, έφυγε και επέστρεψε για να ποτίσει τελικά με το αίμα του. Aπέναντι από τον Άγιο Αθανάσιο με το Σταυρό που εκείνος έφτιαξε και με την Ελληνική σημαία να ανεμίζει στην κορυφή.

Ο Κωνσταντίντος Κατσίφας δεν είναι ένας εθνομάρτυρας. Είναι ΗΡΩΑΣ. Δεν θυσιάσθηκε παθητικά περιμένοντας το μοιραίο, όπως συμβαίνει με τις περιπτώσεις των μαρτύρων, αλλά θυσιάστηκε ενεργητικά πολεμώντας μέχρι το τέλος για τα εθνικά ιδεώδη, τα ιδανικά και τις αξίες του, και πράττοντας αυτό που του πρόσταζε η Ελληνική ψυχή του.

Επεδίωξε αυτό το τέλος για να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες.

Έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος για να αναγκάσει τους Έλληνες και όλον το κόσμο να στρέψουν ξανά το βλέμμα στην σκλαβωμένη του γη που τόσο τον πλήγωνε. Για να τους θυμίσει ότι η Βόρειος Ήπειρος είναι πάντα εκεί και υπομένει μαρτυρικά, και περιμένει την μάνα Ελλάδα.

Έπεσε για να προβάλει τα δίκαια του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Να ενώσει και να συσπειρώσει τους Βορειοηπειρώτες, να τους ξυπνήσει από τον λήθαργο. Να πάψουν να ανέχονται στον ίδιο τους το τόπο τον χαρακτηρισμό της ντροπής «μειονότητα».

Έπεσε για να διώξει το φόβο από τις καρδιές των Βορειοηπειρωτών αλλά και όλων των Ελλήνων.
Σε μία από τις αναρτήσεις του στο διαδίκτυο είχε γράψει: «H ζωή μας δεν είναι μια πρόβα στο έργο που θα ακολουθήσει: είναι το ίδιο το έργο με μία και μοναδική παράσταση! Εμείς γράφουμε την πλοκή, εμείς οριοθετούμε το διάλειμμα, εμείς ορίζουμε το φινάλε».

Κι έτσι έγινε. Λεβέντης, ανυπότακτος, ασυμβίβαστος, ελεύθερος, βάδισε αγέρωχος προς την αιωνιότητα.
Κωνσταντίνος Κατσίφας.

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΗΡΩΑΣ της Βορείου Ηπείρου.

ΑΘΑΝΑΤΟΣ!!!

original posted 13 October 2021