Του Δρ. Βενιαμίν Καρακωστάνογλου, μέλος της Επιτροπής Ελληνισμού
Η ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια της Ελλάδος αποτελεί μείζον εθνικό θέμα, ενόψει: α) της απεξάρτησης της Ευρώπης από το Ρωσικό φυσικό αέριο και β) της λεγόμενης “πράσινης μετάβασης” ως προς την ενέργεια, που αποτελούν αποφασισμένες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα μας μεταπολεμικά (Β΄ Π.Π.), είχε βασίσει τον εφοδιασμό της σε ενέργεια στα ορυκτά καύσιμα, κυρίως λιγνίτη (εγχώριο), πετρέλαιο (εγχώριο και εισαγόμενο), και τις πρόσφατες δεκαετίες φυσικό αέριο (συνολικά εισαγόμενο μέσω αγωγών ή υγροποιημένου LNG).
Ήδη, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε αποφασίσει να θέσει το (λιγότερο ρυπογόνο) φυσικό αέριο (που εισήγαγε κυρίως από τη Ρωσία) ως το ενδιάμεσο καύσιμο μετάβασης από τον άνθρακα και υδρογονάνθρακες, στην καθαρή πράσινη ενέργεια, από κυρίως ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Χρονικά αυτή η μετάβαση είχε προσδιοριστεί περί το 2030 ή και το 2050.
Ο πόλεμος με την εισβολή στην Ουκρανία των Ρώσων και οι οικονομικές κυρώσεις που επακολούθησαν, μετέθεσαν αυτήν την ευρωπαϊκή ενεργειακή μετάβαση και αναδιέταξαν τον ευρωπαϊκό ενεργειακό εφοδιασμό. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, όπου λόγω του δύσκολου ενεργειακού χειμώνα 2022-23, ενεργοποιήθηκαν λιγνιτικές Μονάδες που είχαν απενεργοποιηθεί, υπήρξε τροφοδοσία είτε με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) μέσω της Ρεβυθούσας (Αττική), της Αλεξανδρούπολης, του Ο.Λ. Θεσ/νίκης είτε μέσω του αγωγού ΤΑΡ και άλλων αγωγών. Ασκήθηκε μάλιστα κριτική, σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο, για την πρόωρη προσπάθεια ενεργειακής απεξάρτησης από τις παραδοσιακές πηγές ενέργειας (ρυπογόνες) την οποία ανέδειξε η κρίση του πολέμου στην Ουκρανία.
Το νέο αυτό ενεργειακό περιβάλλον επανέφερε και το θέμα του EastMed, δηλαδή του αγωγού για την μεταφορά υδρογονανθράκων από την λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου (θάλασσα του Λεβάντε), δηλαδή Νότια της Κύπρου, Δυτικά του Ισραήλ και Βορείως της Αιγύπτου, αλλά και από γειτονικές θαλάσσιες περιοχές, Νοτίως της Κρήτης, όπου, λόγω παρόμοιας δομής του υπεδάφους και της γεωμορφολογίας, υπάρχει πιθανότητα εντοπισμού υποθαλάσσιων αποθεμάτων αερίου-πετρελαίου, με προρισμό την Ελλάδα και εν συνεχεία την Ιταλία και την υπόλοιπη Ε.Ε. Ένα θέμα που, ενόψει υψηλού κόστους κατασκευής και τεχνικών δυσκολιών, αλλά και ίσως λόγω γεωπολιτικών αντιθέσεων ή αμφισβητήσεων, φαινόταν παρωχημένο και εγκαταλειφθέν (δήλωση αξιωματούχου των ΗΠΑ).
Υπό τις νέες συνθήκες της μετα-Ουκρανικής παγκόσμιας μετεξέλιξης του ενεργειακού ζητήματος, ο ρόλος της λεκάνης της Αν. Μεσογείου για εξεύρεση και μεταφορά υδρογονανθράκων στην ενεργοβόρα Ευρώπη, είναι δυνητικά κρίσιμος.
Οι ενεργειακές πηγές των υδρογονανθράκων (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) βρίσκονται στον βυθό της θάλασσας και το υπέδαφός του, δηλαδή στην περιοχή της Υφαλοκρηπίδας, η οποία ταυτίζεται με τον βυθό/υπέδαφος της ΑΟΖ μέχρι τα 200 ν.μ. Όμως το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας (δηλαδή βυθός/υπέδαφος) μπορεί, ανάλογα με την φυσική διαμόρφωση του βυθού, να ξεπερνάει την έκταση του βυθού της ΑΟΖ (μέχρι 200 ν.μ.) και να φθάνει μέχρι και 350 ν.μ. από τις γραμμές βάσης (ή την φυσική ακτογραμμή). Αυτό ισχύει όμως μόνο για το βυθό/υπέδαφος και όχι για τα υπερκείμενα ύδατα, που παραμένουν διεθνή ύδατα, πέρα από τα 200 ν.μ.
Η ΑΟΖ λοιπόν συμπεριέλαβε στην περιοχή της την Υφαλοκρηπίδα, στην οποία προσέθεσε την υδάτινη στήλη πάνω από τον βυθό, μέχρι όμως το πλάτος των 200 ν.μ. Αυτό είναι και το πιο σύνηθες γεωλογικά. Το καθεστώς της ΑΟΖ διεύρυνε χωρικά (ως 200 ν.μ.) και καθ’ ύλην (δικαιώματα) τα προηγούμενα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην Υφαλοκρηπίδα, μέχρι τα 200 ν.μ., ενοποιώντας τα σε μια ενιαία θαλάσσια ζώνη βυθού/υπεδάφους και υδάτων.
Όπου η γεωγραφία δεν επιτρέπει την αξιοποίηση όλου του εύρους των 200 ν.μ. της ΑΟΖ (ή των μέχρι 350 ν.μ. της Υφαλοκρηπίδας στο βυθό), τότε γίνεται οριοθέτηση μεταξύ των όμορων κρατών, είτε με την μέση γραμμή/ίση απόσταση, είτε με αποκλίσεις (μικρές ή μεγαλύτερες) από αυτήν.
Συμπερασματικά, ο βυθός/υπέδαφος της ΑΟΖ, δηλαδή η Υφαλοκρηπίδα, περιέχει τους ενεργειακούς πόρους των υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο και πετρέλαιο). Επιπλέον όμως, η ΑΟΖ και ως ύδατα, έχει ενεργειακούς πόρους ανανεώσιμους, δηλαδή α) την κυματική ενέργεια (με κυματοφράκτες που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα μέσω της πρόσπτωσης των κυμάτων σ’αυτούς), β) μέσω θαλάσσιων (υποθαλάσσιων) ρευμάτων, (με ειδικά μηχανήματα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και γ) μέσω ανεμογεννητριών (αιολική ενέργεια) που τοποθετούνται είτε σε αβαθή σημεία του βυθού, είτε σε πυλώνες στο βυθό, είτε σε τεχνητά νησιά (πλατφόρμες) που είναι αγκυρωμένα από το βυθό.
Η τοποθέτησή τους σε απόσταση από την ακτή, δηλαδή πέραν των 12 ν.μ. της χωρικής θάλασσας, αποτρέπει τόσο την ηχορύπανση όσο και την οπτική ρύπανση σε τουριστικές περιοχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιαπωνική παράκτια πόλη της Φουκουσίμα, (ενός εκατομμυρίου κατοίκων) που επλήγη από πυρηνικό ατύχημα και έκτοτε ηλεκτροδοτείται πλήρως από 149 πλωτές ανεμογεννήτριες που βρίσκονται 12 ν.μ. από τις ακτές.
Ένα άλλο σχετικό και ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της ΑΟΖ είναι ότι στα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στη ζώνη εντάσσονται συνολικά και όλες οι ενδεχόμενες νέες μελλοντικές χρήσεις της θάλασσας (και του βυθού/υπεδάφους) που θα προκύψουν από την εξέλιξη της τεχνολογίας. Αυτό καθιστά τον θεσμό και την περιοχή της ΑΟΖ (που μαζί με την χωρική θάλασσα καλύπτουν το 36% των ωκεανών) εν δυνάμει μια τεράστια δεξαμενή ενέργειας, χρήσεων και πρώτων υλών!
Ήδη είναι γνωστό ότι εντός της ΑΟΖ βρίσκεται το 87% των γνωστών μέχρι σήμερα υποθαλάσσιων αποθεμάτων πετρελαίου-αερίου (δηλαδή το 1/3 περίπου της παγκόσμιας παραγωγής), εκεί διεξάγεται το 95% της παγκόσμιας αλιείας (δηλ. Το 20-25% της παγκόσμιας προμήθειας ζωϊκών πρωτεϊνών) και εκεί διενεργείται το 80% της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας.
Η Ελλάδα λοιπόν πρέπει άμεσα να ανακηρύξει την ΑΟΖ σε όλες τις θάλασσες που την περιβρέχουν μέχρι την μέση γραμμή και να καλέσει όλες τις (νομιμόφρονες) γειτονικές της χώρες για οριοθέτηση σύμφωνα με τη Σύμβαση Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS) 1982, η οποία αποτελεί και γενικά δεσμευτικό εθιμικό Διεθνές Δίκαιο. Όποια χώρα δεν αποδεχθεί μπορεί να προσφύγει από κοινού με τη χώρα μας στο Διεθνές Δικαστήριο. Αλλιώς η Ελλάδα μπορεί να εξερευνήσει και να αξιοποιήσει την ΑΟΖ της μέχρι την μέση γραμμή με τα γειτονικά της κατά θάλασσα κράτη. Οι πρόσφατες επαναληφθείσες έρευνες στα Δυτικά και Νοτιοδυτικά της Κρήτης παρέχουν αισιόδοξες προοπτικές για εντοπισμό υδρογονανθράκων.
Ο EastMed μπορεί να υλοποιηθεί ως αγωγός μεταφοράς αερίου/πετρελαίου με εναλλακτικές πορείες: είτε πλήρως θαλάσσιες, είτε μέσω της Βόρειας Αιγύπτου, είτε και με χρήση εγκαταστάσεων LNG και θαλάσσια μεταφορά με πλοία από την περιοχή των γνωστών αποθεμάτων Ισραήλ, Κύπρου,Αιγύπτου , είτε από την περιοχή Νότια-Ανατολικά-Δυτικά της Κρήτης, αναλόγως του χώρου των αποθεμάτων που θα εντοπισθούν.
Τέλος, πρέπει να προωθηθεί η βελτίωση και τελειοποίηση του υδρογόνου ως ενέργειας, που υπάρχει άφθονο στη φύση και μέσω ηλεκτρόλυσης μπορεί να παραγάγει πράσινη καθαρή ενέργεια, η οποία να μεταφερθεί μέσω αγωγών, όπως π.χ. ο EastMed. Η ΑΟΖ παρέχει εν προκειμένω ένα ακόμη τεράστιο πλεονέκτημα και μάλιστα μέσω των υδάτων και όχι του βυθού/ υπεδάφους της.
Εξίσου καθαρή (πράσινη) είναι και η λύση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (π.χ. από ηλιακή ενέργεια) στην Αφρικανική Έρημο, και στη συνέχεια αυτή να μεταφέρεται με ηλεκτρικά καλώδια (Interconnectors) διά της θαλάσσης από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Ήδη έχει συμφωνηθεί Interconnector με το Ισραήλ και υπάρχει πρόταση ελληνικής παρόμοιας επένδυσης και στην Αίγυπτο. Ούτε η Τουρκία ούτε κανένα άλλο παράκτιο κράτος που ενδεχομένως διεκδικεί δικαιώματα στη συγκεκριμένη περιοχή μπορεί να απαγορεύσει νομίμως την διέλευση τέτοιων υποβρύχιων ηλεκτρικών ή άλλων καλωδίων, καθώς αυτό ανήκει στις ελευθερίες όλων των κρατών στην ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα (άρθρο 79 της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας). Αλλά και η Συμφωνία μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου, που δεν θα τολμήσει να αμφισβητήσει νομίμως η Τουρκία, παρέχει τον απαραίτητο χώρο για την όδευση τέτοιων υποβρύχιων καλωδίων ηλεκτρισμού ή ακόμη και σωληναγωγών για υγρά (πετρέλαιο) ή αέρια (φυσικό αέριο – υδρογόνο).