Στις, 27 Ιανουαρίου 2025 το κοινοβουλευτικό κόμμα ΝΙΚΗ κατέθεσε Αιτιολογική Έκθεση και Πρόταση Νόμου στο Κοινοβούλιο με το οποίο ζητάει την Λύση και Κατάργηση της Συμφωνίας των Πρεσπών βάσει της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 και των ουσιωδών παραβιάσεων των αρχών των Σκοπίων.

Οι προτάσεις νόμου της αντιπολίτευσης περνάνε από την αρμόδια «κυβερνητική επιτροπή» προς έγκριση και αν εγκριθούν προωθούνται προς ψηφοφορία στην Βουλή.

Στην Αιτιολογική Έκθεση χρησιμοποιήθηκαν οι παραβιάσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών που εδώ και χρόνια καταγράφει και στέλνει κάθε Σεπτέμβριο στον Πρωθυπουργό η Επιτροπή Ελληνισμού.

Ακολουθεί η πρόταση νόμου και οι σχετικοί σύνδεσμοι.

Σύνδεσμοι

 

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Αθήνα, 14/01/2025

Πρόταση Νόμου

«Καταγγελία Συμφωνίας των Πρεσπών»

Αιτιολογική έκθεση

Στις 9 Δεκεμβρίου 1991 η Ελλάς κύρωσε την Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ των Κρατών και Διεθνών Οργανισμών ή μεταξύ Διεθνών Οργανισμών, γνωστή και ως «Σύμβαση της Βιέννης του 1969». Αυτό έγινε με τον νόμο 1981/1991 – ΦΕΚ 187/Α/9-12-1991 .

Το άρθρο 60 της Σύμβασης, και ειδικότερα η παράγραφος 1, ορίζει τον τρόπο επίκλησης ουσιώδους παραβίασης μίας διμερούς Συνθήκης, ώστε να ζητήσει την αναστολή εφαρμογής της εν όλω ή εν μέρει, όταν το αντισυμβαλλόμενο μέρος την παραβιάζει ουσιωδώς.

Η παράγραφος 3 του ιδίου άρθρου (60) ορίζει τι συνιστά ουσιώδης παραβίαση.

Το άρθρο 65 και οι παράγραφοι 1,2 και 3 ορίζουν την διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις.

Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει παραβιαστεί τουλάχιστον 533 φορές από την κυβέρνηση των Σκοπίων, όπως έχει καταγράψει το σωματείο «Επιτροπή Ελληνισμού» σε επιστολές που στέλνει περιοδικά στον πρωθυπουργό και στην πολιτική ηγεσία. Έχει κατατεθεί σχετική κοινοβουλευτική ερώτηση στον Υπουργείο Εξωτερικών στις 22/3/2024 από τους 10 βουλευτές της ΝΙΚΗΣ στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, η οποία ουδέποτε απαντήθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτη.

Μετά την 12η Μαΐου 2024, ημέρα ορκωμοσίας της Προέδρου κας Γκορτνάνα Σιλιάνοφσκα, οι παραβιάσεις έχουν καταστεί ουσιώδεις.

Το άρθρο 60(3) της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει δύο τρόπους ουσιωδών παραβιάσεων μίας Συνθήκης, οι οποίες είναι οι εξής:

α) απόρριψη συνθήκης μη επιτρεπόμενη από την παρούσα Σύμβαση ή

β) παραβίαση διατάξεως ουσιαστικής για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή του σκοπού της συνθήκης.

Οι ουσιώδεις παραβιάσεις εδράζονται στο ότι κατά την ορκωμοσία της μέσα στο Κοινοβούλιο, η ίδια είπε ότι ορκίζεται ως «Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».

Το όνομα του κράτους αποτελεί πέραν πάσης αμφιβολίας την πλέον «ουσιαστική διάταξη για την πραγματοποίηση του αντικειμένου και του σκοπού της συνθήκης».

Με τον πιο εμφατικό και επίσημο τρόπο λοιπόν παραβιάστηκε η Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πιο επίσημος τρόπος παραβίασης της πλέον ουσιαστικής διάταξης της Συμφωνίας των Πρεσπών, δηλαδή το νέο διεθνές αναγνωρισμένο όνομα.

Έκτοτε, η εν λόγω Πρόεδρος όχι μόνο δεν συμμορφώθηκε με τις διατάξεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά συνέχισε την περιφρόνηση της Συμφωνίας με πολύ μεγάλο ρυθμό. Από τις 12 Μαΐου μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου 2024 έκανε περίπου 120 ακόμα παραβιάσεις μέσω επίσημων δηλώσεών της, είτε σε συναντήσεις με πρέσβεις άλλων χωρών, είτε με αξιωματούχους ευρωπαϊκών φορέων, είτε σε επισκέψεις της σε διάφορους τόπους εντός της χώρας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις αναφέρεται διαρκώς στην χώρα της με τον όρο «Μακεδονία». Συνεπώς, οι ουσιώδεις παραβιάσεις κατέστησαν συστηματικές.

Την ίδια περίοδο, παρόμοια περιφρόνηση της Συμφωνίας των Πρεσπών και αντίστοιχες παραβιάσεις έδειξε και ο πρωθυπουργός της χώρας, ο οποίος επίσης ονομάζει τη χώρα του σκέτο «Μακεδονία» παραβλέποντας την ουσία και τον σκοπό της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Δια ταύτα, καλείται η ελληνική κυβέρνηση να ακολουθήσει την διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 65 της Σύμβασης της Βιέννης, δηλαδή να επικαλεστεί τις ανωτέρω συστηματικές ουσιώδεις παραβιάσεις και να αμφισβητήσει την εγκυρότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών, να αποχωρήσει από αυτήν και να γνωστοποιήσει στο αντισυμβαλλόμενο μέρος αυτήν της την ενέργεια.

Στην γνωστοποίηση αυτή θα περιλαμβάνονται όλες οι παραβιάσεις που έχουν καταγραφεί, και από την ημερομηνία που κατέστησαν ουσιώδεις (12 Μαΐου 2024), αλλά και νωρίτερα, έστω και επιγραμματικά ή συνοπτικά με τη λίστα φορέων που την παραβίασαν.

Στην γνωστοποίηση θα περιλαμβάνονται και τα μέτρα που θα λάβει η Ελλάς, τα οποία θα είναι η απαλλαγή της από τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας των Πρεσπών, τα τέσσερα σημαντικότερα από τα οποία θα είναι

α) η παύση αναγνώρισης του αντισυμβαλλόμενου μέρους ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και η επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς (status quo ante), το οποίο διέπετο από την Ενδιάμεση Συμφωνία, δηλαδή την αναγνώρισή του με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας»(Former Yugoslav Republic of Macedonia-FYROM). Το προσωρινό αυτό όνομα θα βρίσκεται σε ισχύ, έως ότου πραγματοποιηθεί νέα αντίστοιχη Συμφωνία, η οποία θα αντικαταστήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, για την δόμηση της οποίας θα γίνει επαναδιαπραγμάτευση από την αρχή.

β) παύση αναγνώρισης της γλώσσας του αντισυμβαλλόμενου κράτους ως «μακεδονική γλώσσα».

γ) παύση αναγνώρισης διαβατηρίων των πολιτών του αντισυμβαλλόμενου κράτους, στα οποία θα αναγράφεται ως εθνότητα αυτό που αναγράφεται σήμερα, δηλαδή «Μακεδόνας / Κάτοικος της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας»

δ) απαλλαγή από τη δέσμευση ΜΗ χρήσης βέτο στην ένταξη σε διεθνείς οργανισμούς του αντισυμβαλλόμενου μέρους.

Τα μέτρα αυτά, θα εφαρμοστούν σε εύλογο χρονικό διάστημα, ώστε να δοθεί χρόνος ανανέωσης των διαβατηρίων των πολιτών του αντισυμβαλλόμενου κράτους.

Στην ίδια επιστολή, θα δίνεται διάστημα τριών μηνών ώστε το άλλο μέρος να προβάλει τυχόν αντίρρηση στο ότι οι ανωτέρω αποτελούν πράγματι ουσιώδεις παραβιάσεις.

Εάν εντός του διαστήματος των 3 μηνών, το αντισυμβαλλόμενο μέρος πράγματι προβάλλει αντιρρήσεις, τότε σύμφωνα με το άρθρο 65 της Σύμβασης της Βιέννης, θα αναζητηθεί επίλυση της διαφοράς και εκ νέου διαπραγμάτευση με τα μέσα που υποδεικνύονται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Εάν εντός του διαστήματος των 3 μηνών, το αντισυμβαλλόμενο μέρος δεν προβάλλει αντιρρήσεις ότι ανωτέρω παραβιάσεις συνιστούν πράγματι ουσιώδεις παραβιάσεις, τότε η Ελλάδα θα προχωρήσει στα μέτρα που θα αναγράφονται στην γνωστοποίηση, καθώς και στην απαλλαγή της από την Συμφωνία των Πρεσπών συνολικά.

Οι προτείνοντες Βουλευτές

Δημήτριος Νατσιός

Γεώργιος Ρούντας

Ανδρέας Βορύλλας

Νικόλαος Βρεττός

Κομνηνός Δελβερούδης

Ασπασία Κουρουπάκη

Τάσος Οικονομόπουλος

Νικόλαος Παπαδόπουλος

Σπυρίδων Τσιρώνης

Αθανάσιος Ρακοβαλής

—————

Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Αθήνα, 14/01/2025

Πρόταση Νόμου

«Καταγγελία Συμφωνίας των Πρεσπών»

Άρθρο 1

Καταγγέλλεται η εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών εν όλω σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1, της Σύμβασης της Βιέννης(ΦΕΚ 187/Α/9-12-199), λόγω επανειλημμένων ουσιωδών παραβιάσεων της Συνθήκης από το αντισυμβαλλόμενο Δεύτερο Μέρος της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Άρθρο 2

α. Συνιστά ουσιώδη παραβίαση της Συμφωνίας των Πρεσπών, ουσιαστικής για την πραγματοποίηση του σκοπού της Συμφωνίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 60 παράγραφος 3 της Σύμβασης της Βιέννης, η αναφορά της κυρίας Γκορτνάνα Σιλιάνοφσκα Προέδρου της Δημοκρατίας του αντισυμβαλλόμενου Δεύτερου Μέρους της Συμφωνίας των Πρεσπών, κατά την ορκωμοσία της στις 12 Μαΐου 2024 εντός του Κοινοβουλίου ότι ορκίζεται ως Πρόεδρος της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας”. Πρόκειται για παραβίαση «ουσιαστικής διάταξης για την πραγματοποίηση του αντικειμένου ή σκοπού της Συμφωνίας» των Πρεσπών, δηλαδή το όνομα του κράτους.

β. Οι ουσιώδεις παραβιάσεις κατέστησαν συστηματικές διότι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Πρωθυπουργός του Δεύτερου Μέρους της Συμφωνίας των Πρεσπών, χρησιμοποίησαν για τη χώρα τους τον όρο “Μακεδονία” σε περισσότερες από 120 περιπτώσεις με επίσημες δηλώσεις σε συναντήσεις με πρέσβεις άλλων χωρών, με αξιωματούχους ευρωπαϊκών φορέων, είτε σε επισκέψεις τους σε διάφορους τόπους εντός της χώρας τους, το χρονικό διάστημα από 12 Μαΐου μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου 2024.

Άρθρο 3

α. Κατόπιν των άρθρων 1 και 2 της υπόψη πρότασης Νόμου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 65 της Σύμβασης της Βιέννης η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται «ελάττωμα συναινέσεως για δέσμευση από τη Συμφωνία» του αντισυμβαλλόμενου μέρους, βάσει της οποίας προτίθεται να αποχωρήσει από αυτήν και να την τερματίσει με επιστολή προς αυτό. Στην επιστολή περιλαμβάνονται η γνωστοποίηση της πρόθεσης αποχώρησης, τα μέτρα που προτίθεται να λάβει, οι λόγοι λήψεως των μέτρων αυτών και η προθεσμία τυχόν αντιρρήσεων, η οποία θα ορίζεται στους 3 μήνες.

β. Στο Παράρτημα “Α” αναφέρονται οι ουσιώδεις παραβιάσεις που έχουν καταγραφεί το χρονικό διάστημα από 12 Μαΐου μέχρι και τέλη Σεπτεμβρίου 2024 και θα περιλαμβάνονται στην επιστολή ως η αιτία της και ως λόγοι λήψης των μέτρων.

γ. Τα μέτρα που επίσης θα περιλαμβάνονται στην επιστολή και θα ληφθούν από την Ελληνική Δημοκρατία εφόσον δεν υπάρξει αντίρρηση από το αντισυμβαλλόμενο μέρος μετά την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας τριών (3) μηνών από την επιστολή, η οποία θα ακολουθήσει τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, θα είναι τα κάτωθι:

1) Θα παύσει την αναγνώριση του αντισυμβαλλόμενου μέρους ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» και θα επιστρέψει στο προηγούμενο καθεστώς (status quo ante), το οποίο εδιέπετο από την Ενδιάμεση Συμφωνία, δηλαδή την αναγνώρισή του με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Το προσωρινό αυτό όνομα θα βρίσκεται σε ισχύ, έως ότου πραγματοποιηθεί νέα αντίστοιχη Συμφωνία, η οποία θα αντικαταστήσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, για την δόμηση της οποίας θα γίνει επαναδιαπραγμάτευση από την αρχή.

2) Θα παύσει την αναγνώριση της γλώσσας του αντισυμβαλλόμενου κράτους ως «μακεδονική γλώσσα».

3) Θα παύσει την αναγνώριση των διαβατηρίων των πολιτών του αντισυμβαλλόμενου κράτους, στα οποία θα αναγράφεται ως εθνότητα αυτό που αναγράφεται σήμερα, δηλαδή «Μακεδόνας/ Κάτοικος της Δημοκρατίας της Βορείου Μακεδονίας». Το μέτρο αυτό, θα εφαρμοστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, ώστε να δοθεί χρόνος ανανέωσης των διαβατηρίων των πολιτών του αντισυμβαλλόμενου κράτους.

δ. Στην περίπτωση κατά την οποία προβληθεί αντίρρηση του αντισυμβαλλόμενου μέρους, θα αναζητηθεί επίλυση σύμφωνα με τα μέσα που υποδεικνύονται στο άρθρο 33 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, όπως προβλέπει το άρθρο 65 της Σύμβασης της Βιέννης, όπου το αντισυμβαλλόμενο μέρος θα πρέπει απαραιτήτως να αποδείξει ότι οι εν λόγω παραβιάσεις δεν είναι ουσιώδεις και δεν συνιστούν λόγο εφαρμογής του άρθρου 60 της Σύμβασης της Βιέννης.