• Post category:Άρθρα

Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης

Eμείς οι Έλληνες μπορούμε να διαβάσουμε τον Όμηρο του 800 π.Χ. στο πρωτότυπο και να αναγνωρίσουμε από το 25% έως και το 60% των λέξεων. Το ποσοστό εξαρτάται από το μορφωτικό μας επίπεδο, την εξέλιξη των λέξεων στους αιώνες και την ικανότητα να αναγνωρίζουμε τις ρίζες σύνθετων λέξεων. Ακόμα κι αν χρειαζόμαστε βοήθεια για την κατανόηση του νοήματος, η γλωσσική σύνδεση παραμένει ζωντανή. Μιλάμε για μια συνέχεια σχεδόν 2.800 ετών και είναι εντυπωσιακό το επίπεδο κατανόσης σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ας δούμε όμως τους γείτονές μας.

Οι Τούρκοι υιοθέτησαν το λατινικό αλφάβητο το 1928. Η απότομη τομή με το παρελθόν στέρησε από τους Τούρκους τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στην παλιά τους γραμματεία και τους δημιουργεί ένα κενό. Αφορμή για το άρθρο στάθηκε ένα πρόσφατο σχόλιο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το οποίο ανέδειξε με θλίψη το γεγονός ότι οι σημερινοί Τούρκοι δεν μπορούν να διαβάσουν κείμενα γραμμένα με το οθωμανικό αλφάβητο, βασισμένο στα αραβικά. Έτσι, δεν μπορούν να διαβάσουν κείμενα των προπαππούδων τους!

Οι Αλβανοί επισημοποίησαν τη γλώσσα και το αλφάβητό τους το 1912. Την περίοδο 1750–1900, η αλβανική γραφόταν με 11 διαφορετικά αλφάβητα! Τα δύο πρώτα βιβλία στην αλβανική γλώσσα γράφτηκαν το 1555 («Λειτουργικόν» του Μπουζουκού) και το 1592 («Χριστιανικό Δόγμα» του Ματρέγκα), και τα δύο από Καθολικούς ιερείς με στόχο την ένταξή τους στον Καθολικισμό. Το δεύτερο ήταν μετάφραση από Ισπανό Ιησουίτη. Γραμμένα και τα δύο στο λατινικό αλφάβητο. Οι Αλβανοί, επομένως, όχι μόνο δυσκολεύονται να διαβάσουν κείμενα των προπαππούδων τους αλλά δεν έχουν καν πολλά κείμενα να διαβάσουν.

Οι Σκοπιανοί διαμόρφωσαν τη γλώσσα τους μόλις το 1944. Ο Τίτο πήρε το βουλγαρικό αλφάβητο, αφαίρεσε έξι γράμματα, πρόσθεσε τέσσερα από το σερβικό και επινόησε και τρία νέα. Επιπλέον, άλλαξε κάποιες συλλαβές σε κοινές λέξεις για να διαφοροποιηθούν από τα βουλγαρικά. Έτσι, ενώ οι Σκοπιανοί διαθέτουν κείμενα των προπαππούδων τους, αυτά είναι γραμμένα σε άλλη γλώσσα: στα παλιά βουλγαρικά!

Η βαθιά σύνδεση του ελληνικού λαού με τη γλώσσα και τη γραπτή του παράδοση, που εκτείνεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτιστικής υπερηφάνειας — αποτελεί και μια σπάνια περίπτωση ιστορικής συνέχειας. Σε αντίθεση με τους γείτονες λαούς, που είτε αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις παλαιές τους γραφές είτε κατασκεύασαν πρόσφατα τις γλωσσικές τους ταυτότητες, οι Έλληνες έχουν τη δυνατότητα να “συνομιλούμε” με τους προγόνους τους μέσα από το ίδιο γλωσσικό σώμα.

Ίσως αυτή η αίσθηση απώλειας —ή ακόμα και υπαρξιακής αμηχανίας— να αποτελεί μία λιγότερο φανερή πηγή της αντιπαλότητας που συχνά εκδηλώνεται απέναντί μας. Η σιωπή των προγόνων είναι μια απουσία που βαραίνει.

Το λυπηρό για εμάς είναι ότι, ενώ έχουμε αυτήν τη μοναδική γλωσσική συνέχεια από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, στον 21ο αιώνα πολλοί νέοι δυσκολεύονται να διαβάσουν τον Παπαδιαμάντη και τα ελληνικά γραπτά του 19ου αιώνα. Μπορούμε, αλλά ξεμακραίνουμε.

Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, είναι κρίσιμο να μη χαθεί αυτή η κληρονομιά από τις επόμενες γενιές Ελλήνων· γιατί το πλεονέκτημα αυτό δεν είναι αυτονόητο, ούτε αιώνιο.